- πλησιαίτερα
- πλησίοςneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλησιαιτέρα — πλησιαιτέρᾱ , πλησίος fem nom/voc/acc dual πλησιαιτέρᾱ , πλησίος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιαιτέραν — πλησιαιτέρᾱν , πλησίος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)